- περιττοσυλλαβώ
- και περισσοσυλλαβῶ, -έω Α [περιττοσύλλαβος](για ονόματα) είμαι περιττοσύλλαβος («πᾱσα γενικὴ περιττοσυλλαβοῡσα τῆς ἰδίας εὐθείας», Ετυμολογικόν Μέγα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιττοσυλλάβῳ — περισσοσυλλάβῳ , περισσοσύλλαβος with a syllable more masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσοσυλλαβώ — έω, Α βλ. περιττοσυλλάβω … Dictionary of Greek